- κνισώ
- κνισῶ, -άω και -όω (Α) [κνίσα]1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν.β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.)3. παθ. κνισοῡμαι, -όομαια) αναδίδω κνίσα («ὑποθυμιατέον βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)β) γίνομαι λιπώδης.
Dictionary of Greek. 2013.