κνισώ

κνισώ
κνισῶ, -άω και -όω (Α) [κνίσα]
1. γεμίζω έναν τόπο με οσμή από κνίσα
2. εξατμίζω (α. «τὸν μάγειρον δὲ τὸν ζωμὸν κνισῶσαι», Λουκιαν.
β. «ὑπεροπτώμενος ὁ ἰχθὺς κνισοῡται καὶ ἀφανίζεται», Αλέξ. Αφρ.)
3. παθ. κνισοῡμαι, -όομαι
α) αναδίδω κνίσα («ὑποθυμιατέον βδέλλαις κνισουμέναις», Ορειβ.)
β) γίνομαι λιπώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κνίσω — κνίζω scratch aor subj act 1st sg κνίζω scratch fut ind act 1st sg κνίζω scratch aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) κνί̱σω , κνισόω turn into fatty smoke pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το …   Dictionary of Greek

  • ακνίσωτος — ἀκνίσωτος, ον (Α) αυτός που δεν έχει τη χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κνισωτὸς < κνισῶ*] …   Dictionary of Greek

  • κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… …   Dictionary of Greek

  • συγκνισώ — όω, Α (μόνον το παθ.) συγκνισοῡμαι, όομαι μαγειρεύομαι μαζί με κάτι άλλο σε κλειστό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κνισῶ «γεμίζω με οσμή από κνίσα» (< κνῖσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”